ναστόχαρτο

ναστόχαρτο
το
τεχνολ.
1. χαρτί χοντρό και δύσκαμπτο, χαρτόνι, που προέρχεται από την συμπίεση χαρτοπολτού
2. (γενικά) μίγμα χαρτοπολτού και κόλλας το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή άλλων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός «συμπαγής, πεπιεσμένος» + χαρτί. Η λ., στον λόγιο τ. ναστόχαρτον, μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • μουκαβάς — και μπουκαβάς και μπακαβάς, ο χονδρός πεπιεσμένος χάρτης, ναστόχαρτο, χαρτόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mukavva. Κατ άλλους πρόκειται για αραβική λ.] …   Dictionary of Greek

  • τρυπητήρι — το, Ν εργαλείο με το οποίο γίνεται διάνοιξη οπών με πίεση σε σώματα μικρής ή μέτριας σκληρότητας, όπως σε ναστόχαρτο, δέρμα κ.ά., τρυπητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπητήρ(ας), βλ. και τήριο. Η λ., στον λόγιο τ. τρυπητήριον, μαρτυρείται από το 1847 στον …   Dictionary of Greek

  • χαρτοδετώ — και χαρτοδένω δένω βιβλίο με χαρτί, το επενδύω με περίβλημα από ναστόχαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτόνι — το χοντρό χαρτί, ναστόχαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”