- ναστόχαρτο
- τοτεχνολ.1. χαρτί χοντρό και δύσκαμπτο, χαρτόνι, που προέρχεται από την συμπίεση χαρτοπολτού2. (γενικά) μίγμα χαρτοπολτού και κόλλας το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή άλλων αντικειμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός «συμπαγής, πεπιεσμένος» + χαρτί. Η λ., στον λόγιο τ. ναστόχαρτον, μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρ. Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.